ἀρχε-

ἀρχε-
ἀρχε-, insep. Prefix (from ἄρχω),
A = ἀρχι-, with which it is sometimes interchanged, cf. ἀρχιθέωρος, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αρχε- — (AM ἀρχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη μορφή αρχε ως α συνθετικό εμφανίζεται ένας μικρός σχετικά αριθμός συνθέτων λέξεων της Ελληνικής, της αρχαίας κυρίως, απ όπου μερικές διατηρήθηκαν και στη νέα Ελληνική, των οποίων το β συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο. Το… …   Dictionary of Greek

  • ἄρχε — ἄρχω to be first pres imperat act 2nd sg ἄρχω to be first imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἆρχε — ἆ̱ρχε , ἄρχω to be first imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄρχε πρῶτον μαθὼν ἄρχεσθαι. — См. Кто не умеет повиноваться, тот не умеет повелевать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μὴ ἄρχε, πρὶν ἄρχεσθαι μάθης. — См. Кто не умеет повиноваться, тот не умеет повелевать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἄρχεν — ἄρχε̄ν , ἄρχω to be first pres inf act (epic doric) ἄρχω to be first imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… …   Dictionary of Greek

  • кто не умеет повиноваться, тот не умеет повелевать — Ср. Wer ist ein unbrauchbarer Mann? Der nicht befehlen und auch nicht gehorchen kann. Göthe. Gedichte. Ср. Il n y à point de plus sage abbé que celui qui à été moine. Ср. Nemo potest regere, nisi qui et regi. Senec. de ira. 2, 15, 4. Ср. Ούκ… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Кто не умеет повиноваться, тот не умеет повелевать — Кто не умѣетъ повиноваться, тотъ не умѣетъ повелѣвать. Ср. «Wer ist ein unbrauchbarer Mann?». Der nicht befehlen und auch nicht gehorchen kann. Göthe. Gedichte. Ср. Il n’y a point de plus sage abbé que celui qui a été moine. Ср. Nemo potest… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… …   Dictionary of Greek

  • ἄρχ' — ἄρκαι , ἄρκη arca fem nom/voc pl ἄρκᾱͅ , ἄρκη arca fem dat sg (doric aeolic) ἄρκε , ἄρκος bear masc voc sg ἄρχε , ἄρχω to be first pres imperat act 2nd sg ἄρχε , ἄρχω to be first imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”